Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011

Ο καλλιτέχνης

     Περιμένοντας φίλους χθες στο μοναστηράκι, χάζευα τους πάγκους με τα μεταχειρισμένα βιβλία.  Έψαχνα ένα μικρό διήγημα-περιπέτεια, ίσα να το αρχίσω σε κανένα παγκάκι μέχρι να έρθει η παρέα και να ανηφορίσουμε όλοι μαζί για καφέ στην ταράτσα του Σοκολά.  Στον πάγκο με τα ιστορικά βρήκα και αγόρασα με 3 ευρώ, το ‘ Ο νέγρος του Νάρκισσος ’ του Τζόζεφ Κόνραντ. Δεν γνώριζα ούτε τον (πασίγνωστο εν τέλει) συγγραφέα, ούτε το βιβλίο και αφού κανείς δεν άργησε, έμεινα να κουβαλάω το βιβλιαράκι μαζί μου και να σκέφτομαι πως θα το αφήσω για κάποια άλλη φορά, αφού έχω ήδη αρχίσει δύο άλλα στο σπίτι. Στην επιστροφή διάβασα φευγαλέα το βιογραφικό σημείωμα της (τρομερά ενδιαφέρουσας) ζωής του αξιότιμου κυρίου Τζόζεφ και προχώρησα στην ιδιόχειρη εισαγωγή του βιβλίου, η οποία μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση.  Εξέφραζε με λόγια όμορφα και σαφή, σκέψεις και γνώμες που είχα και εγώ μέσα στο μυαλό μου σαν αόριστες ιδέες, αλλά όχι σαν συμπαγείς λέξεις.  Παραθέτω αυτούσιες τις δύο από τις πέντε σελίδες της εισαγωγής σε μετάφραση Μάρκου Ρήγου και ελπίζω να το βρείτε τόσο ενδιαφέρον όσο το βρήκα και εγώ.

     «Ένα έργο που δημιουργεί φιλοδοξίες αν και ταπεινές,  μέσα στα πλαίσια της τέχνης,  θα πρέπει να δικαιώνει τις προθέσεις του στην κάθε σειρά. Και η ίδια η τέχνη μπορεί να λεχθεί πως είναι η αποκλειστική προσπάθεια ν’ αποδοθεί η υψηλή έννοια της δικαιοσύνης στον ορατό κόσμο,  φωτίζοντας την αλήθεια,  πολύμορφη ή όχι,  που είναι η βάση του κάθε χαρακτηριστικού της.  Είναι μια απόπειρα να βρεθεί μέσα στις μορφές της,  στις αποχρώσεις της,  στο φώς της,  στις σκιές της,  στα χαρακτηριστικά του υλικού της,  και στα γεγονότα της ζωής,  τι είναι βασικότερο,  τι αιώνιο και σημαντικό – τη μόνη λαμπρή και πειστική τους ποιότητα -  την ίδια την αλήθεια της ύπαρξής τους.  Τότε ο καλλιτέχνης,  σαν τον σκεπτικιστή ή τον επιστήμονα,  γυρεύει την αλήθεια και γοητεύεται απ’ αυτήν.  Εντυπωσιασμένος από την όψη του κόσμου,  ο σκεπτικιστής βουτά μέσα σε ιδέες,  ο επιστήμονας μέσα σε γεγονότα,  απ’ όπου βγαίνοντας σε λίγο,  καταφεύγουν και οι δύο τους,  σ’ εκείνες τις ποιότητες της ύπαρξής μας που μας ταιριάζουν καλύτερα στο ριψοκίνδυνο τόλμημα της ζωής.  Απευθύνονται με τρόπο επιτακτικό στη λογική μας,  στην εξυπνάδα μας,  στην επιθυμία μας για γαλήνη ή ταραχή·  όχι σπάνια στις προκαταλήψεις μας,  μερικές φορές στους φόβους μας,  μα πάντοτε στην ευπιστία μας.  Και οι λέξεις τους ακούγονται με σεβασμό,  γιατί το ενδιαφέρον τους στρέφεται σε θέματα σοβαρά : την καλλιέργεια του πνεύματός μας,  και την κατάλληλη φροντίδα του σώματός μας,  την επίτευξη των φιλοδοξιών μας,  την τελειοποίηση των μέσων και την εξύμνηση των πολύτιμων προθέσεών μας. 
     Μα με τον καλλιτέχνη τα πράγματα είναι διαφορετικά.
     Έχοντας ν αντιμετωπίσει το ίδιο αινιγματικό θέαμα, ο καλλιτέχνης βυθίζεται στον εαυτό του,  και σ’ εκείνη την έρημη περιοχή της έντασης και των συγκρούσεων και,  αν το αξίζει και είναι τυχερός,  βρίσκει την ανταμοιβή του για την γοητεία που ασκεί.  Γοητεύει τις λιγότερο φανερές μας ικανότητες : εκείνο το μέρος της φύσης μας,  που εξαιτίας των σκληρών συνθηκών της ύπαρξής μας,  βρίσκεται αναγκαστικά κρυμμένο μέσα στα πιο ανθεκτικά και σκληρά γνωρίσματα – σαν το τρωτό σώμα μέσα σε μια ατσάλινη πανοπλία.  Σύντομα η γοητεία και η συγκίνηση που προκαλεί ξεχνιούνται,  μα η επίδρασή τους διατηρείται για πάντα.  Η σοφία των γενιών που ακολουθούν απορρίπτει ιδέες,  αμφισβητεί γεγονότα,  καταλύει θεωρίες.  Μα ο καλλιτέχνης ασκεί τη γοητεία του στο μέρος της ύπαρξής μας που δεν εξαρτάται απ’ τη σοφία ·  σ’ εκείνο το πράγμα μέσα μας που είναι δώρο και όχι απόκτημα – και,  γι’ αυτό το λόγο,  διατηρείται πολύ περισσότερο.  Μιλά στην ικανότητά μας για απόλαυση και θαυμασμό,  στην αίσθηση του μυστηρίου που κυκλώνει τη ζωή μας,  στην αίσθηση του οίκτου,  της ομορφιάς και του πόνου ·  στο κρυφό συναίσθημα της συντροφικότητας για τη φευγαλέα μα αναμφισβήτητη πίστη στην αλληλεγγύη και στη συμπαράσταση που κρατά ενωμένες τις μοναξιές από αμέτρητες καρδιές,  για την αλληλεγγύη στα όνειρα,  στη χαρά,  στη λύπη,  στις φιλοδοξίες,  στις ψευδαισθήσεις,  στην ελπίδα,  στο φόβο, σ’ όλα τα πράγματα που φέρνουν τους ανθρώπους πιο κοντά τον ένα στον άλλο – τους νεκρούς κοντά στους ζωντανούς,  και τους ζωντανούς σ’ όσους δεν έχουν ακόμα γεννηθεί.  »   

Joseph Conrad